Η Επιδημιολογία είναι η επιστήμη που διερευνά την κατανομή και την εξέλιξη των διαφόρων νοσημάτων στον ανθρώπινο πληθυσμό, ενώ η Βιοστατιστική είναι το μεθοδολογικό εργαλείο που βοηθάει στη μελέτη, την επεξεργασία και την ανάλυση των δεδομένων που συλλέγονται.
Λαμβάνοντας υπ’ όψη την Επιδημιολογία, τα παιδιά αντιμετωπίζουν μοναδικές μορφές και τάσεις στην υγεία, στη νόσο και στην ανικανότητα, οι οποίες είναι ιδιαίτερες γι’ αυτή την κοινωνική ομάδα, σε σχέση με άλλες ομάδες πληθυσμού. Η βασική φυσιολογία των παιδιών διαφέρει από εκείνη των ενηλίκων σε αρκετά θέματα, π.χ. ο ακουστικός πόρος είναι βραχύτερος από τον αντίστοιχο των
ενηλίκων, καθιστώντας τα παιδιά περισσότερο ευαίσθητα σε νοσήματα ή λοιμώξεις των αυτιών. Αυτό σημαίνει ότι για τον παιδικό πληθυσμό διαμορφώνεται ένα διαφορετικό επιδημιολογικό πρότυπο σχετικά με τα νοσήματα των αυτιών, συγκριτικά με εκείνο του γενικού πληθυσμού μιας κοινωνίας.
Παραδείγματος χάρη, η λανθασμένη δοσολογία των φαρμάκων που μπορούν να ληφθούν από ενήλικες και ανήλικους μπορεί να αποβεί προβληματική για τα παιδιά. Τα παιδιά εμφανίζουν λιγότερα χρόνια νοσήματα απ’ ό,τι οι ενήλικες, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να μετρηθούν με ακρίβεια και αξιοπιστία η αποτελεσματικότητα των μεθόδων ίασης σε χρόνια νοσήματα στον παιδικό πληθυσμό. Αυτές οι επιδημιολογικές ιδιαιτερότητες στον παιδικό πληθυσμό οδηγούν στην επιλογή εξειδικευμένων μεθόδων πρόληψης και προαγωγής της υγείας των παιδιών.
Είναι σημαντικό να καταγραφεί ότι τα τελευταία χρόνια στις αναπτυγμένες χώρες της Δύσης (βόρεια, δυτική, νότια και κεντρική Ευρώπη, καθώς και βόρεια Αμερική), οι λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος, το βρογχικό άσθμα και οι αλλεργικές καταστάσεις που εκδηλώνονται στο αναπνευστικό σύστημα των παιδιών έχουν άμεση σχέση με την περιβαλλοντική επιβάρυνση και τη μόλυνση των αστικών περιοχών, καθώς και με τη μείωση των χώρων πρασίνου και άθλησης στις μεγαλουπόλεις, που σε συνδυασμό με τους έντονους και ταχύτατους ρυθμούς ζωής και ανάπτυξης των παιδιών συρρικνώνουν τον ελεύθερό τους χρόνο και εκμηδενίζουν τις ευκαιρίες για παιχνίδι και ξεγνοιασιά.
Ουσιαστικά, οι ευρύτεροι παράγοντες του εξωτερικού περιβάλλοντος της κοινωνίας, σε συνδυασμό με το σύγχρονο τρόπο ζωής και τις συνήθειες που διαμορφώνονται εξ αιτίας του, μεταβάλλουν τη μορφή ανάπτυξης και κοινωνικής ενσωμάτωσης των παιδιών, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται νέα επιδημιολογικά πρότυπα για την υγεία των παιδιών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η παχυσαρκία, μια νόσος των σύγχρονων κοινωνιών που εμφανίζεται με αυξητική μορφή στην παιδική και την εφηβική ηλικία,
ενώ έχει άμεση σχέση τόσο με τη διατροφή όσο και με τον τρόπο ζωής και την απουσία άθλησης στις αστικές περιοχές.
Εκτός από την παχυσαρκία, η κακή διατροφή και οι λανθασμένες διατροφικές συνήθειες των παιδιών αποτελούν προδιαθεσικό παράγοντα για την ανάπτυξη καρδιαγγειακής νόσου και διαφόρων τύπων καρκίνου, ενώ η παχυσαρκία και το αυξημένο σωματικό βάρος αποτελούν σοβαρά υγειονομικά προβλήματα, καθώς και η αναιμία −ειδικά η σιδηροπενική αναιμία− που σχετίζεται με τις διατροφικές συνήθειες.
Οι δείκτες υγείας που αναφέρθηκαν παραπάνω έχουν άμεση συσχέτιση με τους κοινωνικούς και τους οικονομικούς δείκτες μιας κοινωνίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ΟΗΕ, όταν αναφέρεται στους κοινωνικούς δείκτες, καταγράφει δείκτες που αναφέρονται στην παιδική φροντίδα, στον παιδικό και τον ηλικιωμένο πληθυσμό, στη χρήση μέτρων αντισύλληψης, στην εκπαίδευση, στην υγεία, στην κατοικία, στο εισόδημα και στην οικονομική κατάσταση, στη γνώση ανάγνωσης και γραφής, στην ανεργία, καθώς και στην
παροχή νερού και επιπέδου καθαριότητας. Συγκεκριμένα, για το δείκτη υγείας του ΟΗΕ, τμήμα των κοινωνικών δεικτών, μετράται το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση (life expectancy at birth), η παιδική θνησιμότητα (infant mortality) –από τους κυριότερους δείκτες μέτρησης της υγείας, αλλά και της παιδικής υγείας– και η θνησιμότητα κάτω των 5 (mortality under 5). Δηλαδή, οι κοινωνικοί δείκτες εμπεριέχουν και τους δείκτες υγείας, χωρίς όμως να καλύπτουν το σύνολό τους.
Επί πλέον, η δημογραφική δομή μιας κοινωνίας και η εξέλιξη των δεικτών γέννησης επηρεάζουν τη διαμόρφωση των αναγκών για υγεία και κοινωνική πρόνοια. Παραδείγματος χάρη, η εξέλιξη της ηλικιακής δομής (κοινωνικός δείκτης) επηρεάζει τις ανάγκες για παροχή υγείας (οικονομικός δείκτης) και κατά συνέπεια της πολιτικής υγείας και της προαγωγής υγείας που επιλέγονται από τους αρμόδιους φορείς (δείκτης πολιτικής υγείας)
Ζήνων Μακέδος