Connect with:
HomeΑΠΟΨΗΆρθραΗ υγεία τείνει να μετουσιωθεί σε καταναλωτικό προιόν

Η υγεία τείνει να μετουσιωθεί σε καταναλωτικό προιόν

Η σχέση τεχνολογίας και υγειονομικής περίθαλψης ενώ ήταν ανύπαρκτη τώρα είναι και γίνεται δύσκολη. Στις 3 Ιανουαρίου η Elizabeth Holmes, ιδρύτρια της Theranos, μιας νεοσύστατης επιχείρησης που κάποτε ενσάρκωνε την υπόσχεση του συνδυασμού του δυναμισμού της Silicon Valley με την δύσκαμπτη αγορά της υγειονομικής περίθαλψης, καταδικάστηκε για διάδοση ψευδών ειδήσεων σε επενδυτές σχετικά με τις δυνατότητες της τεχνολογίας εξέτασης αίματος της εταιρείας της.

Ωστόσο, αν κοιτάξουμε πέρα από την Theranos, η οποία άρχισε να καταρρέει εκ των έσω το 2015, θα δούμε ότι αναδύεται ένα πολύ πιο υγιές τοπίο. Αυτή την εβδομάδα μια ορδή επιχειρηματιών και επενδυτών συγκεντρώθηκε εικονικά στην ετήσια συνάντηση υγειονομικής περίθαλψης της JPMorgan Chase.

Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος ήταν η τεχνητή νοημοσύνη (ΑΙ), η ψηφιακή διάγνωση και η τηλε-υγεία – με ένα νέο κύμα κεφαλαίων να εισρέει σε έναν τεράστιο κλάδο.

Τα δύσχρηστα, δαπανηρά και αυστηρά ρυθμιζόμενα συστήματα υγείας, στα οποία συχνά κυριαρχούν μεσάζοντες που επιδιώκουν την αύξηση του κέρδους τους, κλονίζονται από επιχειρήσεις που στοχεύουν άμεσα στους ασθενείς, τους συναντούν εκεί που βρίσκονται -που είναι όλο και περισσότερο online – και τους δίνουν μεγαλύτερο έλεγχο στον τρόπο πρόσβασης στη φροντίδα. Σήμερα, τα ηλεκτρονικά φαρμακεία εκτελούν συνταγές, οι φορητές συσκευές παρακολουθούν την υγεία των χρηστών τους σε πραγματικό χρόνο, οι πλατφόρμες τηλεϊατρικής φέρνουν σε επαφή τους ασθενείς με τους γιατρούς ανά πάσα στιγμή και τα τεστ που γίνονται στο σπίτι καθιστούν δυνατή την αυτοδιάγνωση.

Οι επιστημονικές εξελίξεις σε τομείς όπως η αλληλουχία γονιδίων και η τεχνητή νοημοσύνη καθιστούν δυνατούς νέους τρόπους περίθαλψης.

Τα συστήματα υγείας που είναι δύσκολα στη διαχείριση, δαπανηρά και υπόκεινται σε αυστηρό ρυθμιστικό πλαίσιο, ενώ, συνήθως, κυριαρχούνται από μεσάζοντες που επιδιώκουν την προσοδοφορία, κλονίζονται από εταιρείες που απευθύνονται απευθείας στους ασθενείς και τους συναντούν όπου κι αν αυτοί βρίσκονται – είναι όλο και περισσότερο online – και τους δίνουν τη δυνατότητα να έχουν και οι ίδιοι πρόσβαση στην περίθαλψη.

Το τρόπαιο είναι γιγαντιαίο. Στην Αμερική, η υγειονομική περίθαλψη καταναλώνει το 18% του ΑΕΠ, δηλαδή 3,6 τρισ. δολάρια ετησίως. Σε άλλες πλούσιες χώρες το μερίδιο είναι χαμηλότερο, γύρω στο 10%, αλλά, καθώς ο πληθυσμός γερνάει, αυξάνεται.

Η πανδημία έχει κάνει τους ανθρώπους να αισθάνονται πιο άνετα με τις διαδικτυακές υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένης της ψηφιακά διαμεσολαβημένης περίθαλψης.

Οι επενδυτές επιχειρηματικών κεφαλαίων εντοπίζουν έναν τομέα που είναι μοναδικά ώριμος για ανατροπές. Η CB Insights, πάροχος δεδομένων, εκτιμά ότι οι επενδύσεις σε νεοφυείς επιχειρήσεις ψηφιακής υγείας σχεδόν διπλασιάστηκαν το 2021, σε 57 δισ. δολάρια.

Οι μη εισηγμένες νεοσύστατες επιχειρήσεις στον τομέα της υγείας που αποτιμώνται σε 1 δισ. δολάρια ή περισσότερο είναι σήμερα 90, τετραπλάσιες σε σύγκριση με πριν από πέντε χρόνια.

Οι εν λόγω «μονόκεροι» ανταγωνίζονται τις καθιερωμένες εταιρείες υγειονομικής περίθαλψης και τους τεχνολογικούς γίγαντες για να κάνουν τους ανθρώπους καλύτερα και να τους αποτρέψουν από το να αρρωστήσουν εξαρχής. Στην πορεία, μετατρέπουν τους ασθενείς σε καταναλωτές.

Η υγειονομική περίθαλψη των καταναλωτών υπήρξε επί μακρόν συνώνυμη με τα παυσίπονα που χορηγούνται χωρίς συνταγή, το σιρόπι για το βήχα, τις κρέμες προσώπου ή τα τραυμαπλάστ που διακινούνται από μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες.

Αναγνωρίζοντας ότι τα μη καινοτόμα καταναλωτικά τους τμήματα έχουν γίνει βαρίδι, η Johnson & Johnson, η πιο πολύτιμη φαρμακευτική εταιρεία της Αμερικής (και του κόσμου), και η GlaxoSmithKline, μια γιγαντιαία βρετανική ανταγωνίστρια, τα αποσχίζουν.

Η ελπίδα είναι ότι χωρίς τη διασταυρούμενη επιδότηση από τους πιο κερδοφόρους κλάδους των συνταγογραφούμενων φαρμάκων, οι καταναλωτικές επιχειρήσεις θα αναβαθμιστούν και θα γίνουν πιο εφευρετικές.

Ορισμένες πιο τολμηρές καθιερωμένες επιχειρήσεις πειραματίζονται ήδη με την ψηφιοποίηση και την καταναλωτικοποίηση. Η Teva, μια ισραηλινή φαρμακευτική εταιρεία που χρονολογείται από το 1901, έχει αναπτύξει μια ψηφιακή συσκευή εισπνοών, η οποία είναι εξοπλισμένη με αισθητήρες συνδεδεμένους με εφαρμογή που ενημερώνει τους χρήστες αν την χρησιμοποιούν σωστά.

Η επόμενη ομάδα εταιρειών με νέες φιλοδοξίες για την υγεία των καταναλωτών είναι οι μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας. Μετά από μια σειρά αποτυχημένων προσπαθειών να εισέλθουν στον τομέα της υγείας – όπως η βραχύβια πλατφόρμα της Google για προσωπικά δεδομένα υγείας, που καταργήθηκε το 2011 – οι τεχνολογικοί γίγαντες βρίσκουν επιτέλους τα πατήματά τους.

Σύμφωνα με την CB Insights, η Alphabet, η Amazon, η Apple, η Meta (η νέα μητρική εταιρεία του Facebook) και η Microsoft διέθεσαν πέρυσι συνολικά περίπου 3,6 δισ. δολάρια σε συμφωνίες που σχετίζονται με την υγεία. Δραστηριοποιούνται ιδιαίτερα σε δύο τομείς: συσκευές και δεδομένα.

Στο πλαίσιο αυτό, η ιατρική περίθαλψη αποτελεί πρωτίστως ένα καταναλωτικό αγαθό και μία εκ των υπολοίπων εισροών που τα άτομα χρησιμοποιούν προκειμένου να αποκαταστήσουν ή να επιβραδύνουν τη φθορά του αποθέματος υγείας τους. Στην οικονομική θεωρία της υγείας, ένα άτομο χρησιμοποιεί ιατρικές εισροές και
άλλους συντελεστές, όπως για παράδειγμα είναι ο τρόπος ζωής, για να παράγει υγεία με τρόπο ανάλογο με αυτόν που μια επιχείρηση χρησιμοποιεί εισροές όπως είναι το κεφάλαιο και η εργασία, για να παράγει αγαθά ή/και υπηρεσίες.

Η εταιρεία συμβούλων Deloitte εκτιμά ότι το 2022 θα κυκλοφορήσουν παγκοσμίως 320 εκατομμύρια ιατρικά φορητά καταναλωτικά προϊόντα.

Το 2020 η Amazon παρουσίασε το περικάρπιο Halo των 100 δολαρίων. Πέρυσι η Google εξαγόρασε για 2,1 δισ. δολάρια τη Fitbit, η οποία κατασκευάζει ένα πιο φανταχτερό fitness tracker.

Το τελευταίο ρολόι της Apple προσφέρει ήδη μια λειτουργία ηλεκτροκαρδιογραφήματος (ECG) και ο κατασκευαστής του iPhone σχεδιάζει να προσθέσει στους αισθητήρες ανίχνευσης του οξυγόνου στο αίμα και ένα θερμόμετρο για να βοηθήσει τις γυναίκες να παρακολουθούν την ωορρηξία τους.

Διόλως τυχαίως, το τελευταίο smartwatch της Samsung, του νοτιοκορεατικού αντιπάλου της Apple, διαθέτει οθόνες ECG και αρτηριακής πίεσης.

Οι τεχνολογικοί γίγαντες εισάγουν επίσης υπηρεσίες που σχετίζονται με την υγεία στις προσφορές τους για την επεξεργασία δεδομένων που βασίζονται στο cloud. Για το σκοπό αυτό, η Microsoft πλήρωσε πέρυσι 20 δισ. δολάρια για την Nuance, μια εταιρεία τεχνητής νοημοσύνης.

Η Amazon Web Services, το τμήμα cloud του e-emporium, έχει επίσης ξεκινήσει μια προσφορά για την υγεία. Η Oracle, μια εταιρεία επιχειρηματικού λογισμικού που βασίζεται ολοένα και περισσότερο στο cloud, ολοκληρώνει την εξαγορά, έναντι 28 δισ. δολαρίων, του ομίλου Cerner, ο οποίος εστιάζει στην Τεχνητή Νοημοσύνη στον τομέα της υγείας.

Στη συνέχεια, υπάρχουν και οι νεοσύστατες εταιρείες, οι οποίες προσφέρουν προϊόντα και υπηρεσίες διαφορετικού βαθμού πολυπλοκότητας. Ορισμένα είναι απλά διαδικτυακά φαρμακεία.

Η Truepill, μια αμερικανική εταιρεία που δημιουργήθηκε πριν από έξι χρόνια και αποτιμάται σε 1,6 δισεκατομμύρια δολάρια, εκτελεί σήμερα 20.000 συνταγές την ημέρα και διαχειρίζεται τα logistics τελευταίου μιλίου για μια σειρά από εταιρείες υγείας που απευθύνονται στους καταναλωτές.

Μια από αυτές είναι η Hims & Hers Health, ένα μεγάλο αμερικανικό ηλεκτρονικό φαρμακείο που εισήλθε στο χρηματιστήριο πριν από ένα χρόνο μέσω αντίστροφης συγχώνευσης με μια ειδικού σκοπού εταιρεία εξαγορών.

Ανάλογη εταιρία είναι η Nurx, η οποία παρέχει μέσα προφύλαξης πριν από την έκθεση για άτομα που κινδυνεύουν από τον ιό HIV. Η PharmEasy, ένα ινδικό ηλεκτρονικό φαρμακείο, άντλησε 500 εκατ. δολάρια σε κεφάλαια πέρυσι.

Άξιες αναφοράς, οι εταιρείες τηλεϊατρικής, οι οποίες προσφέρουν ένα ευρύτερο φάσμα υπηρεσιών, κάνουν χρυσές δουλειές καθώς η Covid-19 έχει επιβαρύνει τη χωρητικότητα των κλινικών και έχει απομακρύνει τους ασθενείς από τις προσωπικές επισκέψεις.

Η κινεζική WeDoctor, μια ιδιωτική εταιρεία που διαχειρίζεται αυτό που αποκαλεί «διαδικτυακά νοσοκομεία», αποτιμήθηκε τελευταία σε σχεδόν 7 δισ. δολάρια. Η Teladoc, μια εισηγμένη αμερικανική εταιρεία με χρηματιστηριακή αξία 13 δισ. δολαρίων, δήλωσε έσοδα 520 εκατ. δολαρίων το τρίτο τρίμηνο του 2021, αυξημένα κατά 80% σε ετήσια βάση.

Ένας άλλος, πιο εξελιγμένος τομέας που παρουσιάζει ταχεία ανάπτυξη είναι η διάγνωση στο σπίτι. Το σκάνδαλο της Theranos έδωσε κακό όνομα στα διαγνωστικά για τους καταναλωτές.

Σήμερα, η καλύτερη τεχνολογία και ο μεγαλύτερος ρεαλισμός σχετικά με το τι μπορεί να επιτευχθεί αποκαθιστούν τον τομέα, καθώς η πανδημία συνήθισε τους ανθρώπους στην ιδέα των εξετάσεων στο σπίτι. Αυτές οι εξετάσεις περιλαμβάνουν συσκευές για την ανάλυση των πάντων, από το σάκχαρο του αίματος μέχρι δείγματα κοπράνων.

Η Levels Health, μια αμερικανική νεοφυής επιχείρηση δύο ετών, πωλεί απευθείας στους καταναλωτές μετρητές συνεχούς παρακολούθησης της γλυκόζης μέσω εφαρμογής, συνδέοντας απρόσκοπτα τους ασθενείς μέσω του διαδικτύου με συνταγογραφούντες γιατρούς. Ο ιδρυτής της, Josh Clemente, σύμφωνα με την ιστοσελίδα της εταιρίας, εμπνεύστηκε από το γεγονός ότι χρειάστηκε να ζητήσει από έναν φίλο του να του περάσει λαθραία ένα τέτοιο μόνιτορ από την Αυστραλία για να επιβεβαιώσει το προαίσθημά του ότι ήταν, όπως και το ένα τρίτο των Αμερικανών, προ-διαβητικός – στην Αμερική οι συσκευές ήταν διαθέσιμες μόνο με ιατρική συνταγή σε άτομα με ανεξέλεγκτο διαβήτη.

Ωστόσο, η λίστα αναμονής της νεοφυούς επιχείρησης εκτείνεται πλέον σε 145.000 άτομα. Η Digbi Health, μια άλλη αμερικανική εταιρεία, χρησιμοποιεί περιττώματα για να αναλύσει το μικροβίωμα του εντέρου των πελατών της για να προάγει την υγεία του γαστρεντερικού συστήματος.

Η φημισμένη βρετανική εταιρία Skin+Me, γλιτώνει τους ανθρώπους από το ταξίδι στον δερματολόγο, παρέχοντας φροντίδα δέρματος με συνταγή βάσει selfies. Η Thriva, επίσης από τη Βρετανία, αναλύει αίμα από δακτυλικές σταγόνες για να ρίξει φως σε παθήσεις όπως η υψηλή χοληστερόλη και η αναιμία.

Ένας σημαντικός λόγος για τον οποίο χρειάστηκε τόσος χρόνος ώστε η καταναλωτική τεχνολογία να φέρει ανατροπές στην υγειονομική περίθαλψη είναι ότι ο ιδιαίτερα ρυθμισμένος τομέας δεν προσφέρεται για το δόγμα της Silicon Valley «move fast and break things».

Αλλά τα τελευταία χρόνια έχουν δείξει ότι η ανατροπή είναι δυνατή ακόμη και σε βιομηχανίες που υπόκεινται σε κανόνες. Ο Hamish Grierson ίδρυσε την Thriva αφού είδε μια ψηφιακή αναδιοργάνωση στην παλιά του δουλειά στον τομέα των πληρωμών.

Σαφώς, μια στρατηγική είναι να προσφέρετε προϊόντα «γενικής ευεξίας», τα οποία αποφεύγουν τον αυστηρό έλεγχο, και να συμβουλεύεστε επαγγελματίες υγείας μόνο για συμβουλευτικούς σκοπούς ή για να πείσετε τους δυνητικούς επενδυτές ότι τα προϊόντα σας υποστηρίζονται από την επιστήμη.

Η Thriva, για παράδειγμα, δηλώνει πως οι εξετάσεις αίματος προσφέρουν «πληροφορίες» και όχι επίσημες διαγνώσεις.

Άλλες εταιρείες, ιδίως εκείνες που προσφέρουν υψηλότερη τεχνολογία, κινούνται προσεκτικά. Ο Manny Montalvo, ο οποίος επιβλέπει τις πωλήσεις της συσκευής «Digihaler» στην Teva, επιμένει ότι δεν πρόκειται για καταναλωτικό προϊόν. «Εξακολουθεί να είναι φάρμακο και το σωστό φάρμακο πρέπει να επιλέγεται για τον ασθενή», λέει κατηγορηματικά. Η Apple ζήτησε άδεια από την αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) για τη λειτουργία του ηλεκτροκαρδιογραφήματος στο νέο της ρολόι.

Οι ρυθμιστικές αρχές, από την πλευρά τους, προσπαθούν και οι ίδιες να κινηθούν ταχύτερα. Ο νεοεκλεγείς επικεφαλής του FDA είναι πρώην σύμβουλος της Google Health, του εγχειρήματος υγείας του τεχνολογικού γίγαντα.

Ο κλάδος ελπίζει ότι υπό την επίβλεψή του η Υπηρεσία θα υιοθετήσει επιτέλους τα πρότυπα για το λογισμικό ψηφιακής υγείας που είχε καθυστερήσει επί μακρόν.

Χώρες όπως η Αυστραλία, η Ιαπωνία, η Σιγκαπούρη και η ΕΕ έχουν χαράξει στρατηγικές για την ψηφιακή υγεία προκειμένου να δημιουργήσουν παρόμοια πρότυπα για τον προσδιορισμό της ποιότητας, της ασφάλειας και της κλινικής αξίας των νέων συσκευών υγείας.

Με τα χρόνια όλο και περισσότερες χώρες υιοθετούν κανόνες προστασίας δεδομένων που θα πρέπει να καταστήσουν σαφέστερα για τους επιχειρηματίες, τους επενδυτές και τους καταναλωτές ποια δεδομένα μπορούν να μοιραστούν, με ποιον και πώς.

Η άνθηση της υγείας των καταναλωτών ευνόητα έχει συναντήσει εμπόδια. Οι επενδυτές που έσπρωχναν προς τα πάνω τις τιμές των μετοχών των διαδικτυακών φαρμακοβιομηχανιών και των ψηφιακών νοσοκομείων όποτε η Covid-19 παρουσίαζε αυξητικές τάσεις, τώρα που η απειλή του κοροναϊού έχει υποχωρήσει κάπως, έχουν χαλαρώσει αναφορικά με αυτές τις επιχειρήσεις.

Έτσι ξεπέρασε τα 30 δισ. δολάρια στις αρχές του 2021, και η χρηματιστηριακή αξία της Teladoc έχει επιστρέψει στο σημείο που βρισκόταν πριν από το χτύπημα της πανδημίας στις αρχές του 2020.

Οι προοπτικές της Hims & Hers, της οποίας η τιμή της μετοχής έχει μειωθεί κατά τρία τέταρτα τον τελευταίο χρόνο, ενδέχεται να έχει υποστεί επιπλέον πλήγμα από την έναρξη της λειτουργίας του ηλεκτρονικού φαρμακείου της Amazon στα τέλη του 2020.

Οι εταιρείες ψηφιακής υγείας της Κίνας έχουν εμπλακεί στην ευρύτερη καταστολή της τεχνολογίας από το Κομμουνιστικό Κόμμα. Η WeDoctor έχει αναβάλει τα σχέδιά της για μια μεγάλη αρχική δημόσια προσφορά στο Χονγκ Κονγκ.

Έτσι, το έπος της Theranos αποτελεί μια προειδοποίηση για το πόσο δύσκολη είναι η βιολογία σε σύγκριση με την επιστήμη των υπολογιστών.

Στο μέλλον αναμενόμενο είναι κάποια προϊόντα θα αποδειχθούν αποτυχημένα, και οι ρυθμιστικές αρχές ενδέχεται να φέρουν ανατροπές στους ανατροπείς. Παρόλα αυτά, όπως το θέτει ο Scott Melville από τον Consumer Healthcare Products Association, έναν εμπορικό οργανισμό, «δεν υπάρχει επιστροφή στο παλιό πατερναλιστικό σύστημα, όπου βασίζεστε αποκλειστικά σε έναν επαγγελματία ιατρό για τη φροντίδα της υγείας σας».

Ωστόσο, οι επιχειρηµατικές εταιρείες θέλουν να βοηθήσουν τους ανθρώπους να αναρρώσουν πιο γρήγορα ή, ακόµη καλύτερα, να αποφύγουν να αρρωστήσουν εξαρχής. Αυτή είναι μια αρνητική πρόβλεψη για το νοσοκομειακό-βιομηχανικό σύμπλεγμα, το οποίο κερδίζει από τους βαριά ασθενείς. Για τους άλλους, η πρόβλεψη αυτή είναι μάλλον θετική.

Γράφει ο Nίκος Καρζής

Written by

Τα νέα της Υγείας