Είναι κοινή παραδοχή πως η τεχνολογική πρόοδος και η καινοτομία αποτελούν βασικούς μοχλούς της βιώσιμης ανάπτυξης στις αναπτυγμένες οικονομίες. Όμως, η ελληνική οικονομία παρουσιάζει ελλείψεις σε κρίσιμους καινοτόμους και διεθνώς ανταγωνιστικούς βιομηχανικούς κλάδους, όπως και σε μεγάλες επιχειρήσεις με υψηλή προστιθέμενη αξία και υψηλής εξειδίκευσης θέσεις εργασίας.
Το συγκεκριμένο γεγονός έρχεται σε πλήρη αντίθεση πολλάκις με το πλούσιο πνευματικό και επιστημονικό δυναμικό της χώρας. Αντίθετα, η ελληνική οικονομία είναι σε μεγάλο βαθμό βασισμένη σε δραστηριότητες υπηρεσιών χαμηλότερης εντάσεως γνώσης στους τομείς των μεταφορών, του εμπορίου και του τουρισμού. Η βιομηχανική βάση, η οποία αποτελείται κυρίως από επιχειρήσεις μικρού και μεσαίου μεγέθους είναι αδύναμη και η δραστηριότητά της προσανατολίζεται στην τροφοδότηση της εγχώριας αγοράς.
Προκειμένου η ελληνική οικονομία να στραφεί σε μια κατεύθυνση υψηλότερων –και μακροπρόθεσμα βιώσιμων– ρυθμών ανάπτυξης, απαιτούνται θεμελιώδεις πολιτικές μεταρρυθμίσεις και σημαντικές επενδύσεις.
Στο πλαίσιο αυτό, προϋπόθεση για την τεκτονική αυτή μετακίνηση είναι η εφαρμογή ενός αποτελεσματικού συστήματος καινοτομίας, για την επιτυχή ανάπτυξη του οποίου απαιτείται μακροπρόθεσμη στρατηγική. Ως εκ τούτου, οι Έλληνες πολιτικοί οφείλουν να δημιουργήσουν από κοινού ένα περιβάλλον εθνικής συναίνεσης, καθώς ένα επιτυχημένο σύστημα καινοτομίας δεν μπορεί να δημιουργηθεί ούτε με κυβερνητικά διατάγματα ούτε και με την παροχή τεράστιων ποσών κρατικής χρηματοδότησης. Αντίθετα τα συστήματα καινοτομίας αναπτύσσονται αργά και σταθερά, από κάτω προς τα πάνω μέσα σε ένα ευνοϊκό περιβάλλον.
Έτσι, τα κύρια πεδία πολιτικών, για τα οποία χρειάζεται να αναληφθούν πρωτοβουλίες αφορούν και σχετίζονται α) στη βελτίωση του ρυθμιστικού και επιχειρηματικού περιβάλλοντος, και (β) στη μεταρρύθμιση του συστήματος Έρευνας και Ανάπτυξης (Ε&Α). Σε αυτή την κατεύθυνση οδηγούν πολλές μελέτες και διάφοροι οργανισμοί που προτείνουν πολιτικές σχετικές με τους τρόπους που το ελληνικό κράτος θα μπορούσε να βελτιώσει το υφιστάμενο ρυθμιστικό πλαίσιο.
Δομικά και σημαντικά στοιχεία που βοηθούν σε αυτήν την κατεύθυνση είναι η δημιουργία ενός φιλικού προς την αγορά ρυθμιστικού υπόβαθρου, η μακροοικονομική σταθερότητα, οι αξιόπιστες οικονομικές και δημοσιονομικές πολιτικές, μια σταθερή και σαφής φορολογική πολιτική, η απλοποίηση και κωδικοποίηση της νομοθεσίας, ένα ρυθμιστικό πλαίσιο για την έξοδο των επιχειρήσεων από την αγορά, καθώς και βελτιώσεις στον τομέα των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας.
Επιπλέον, το ελληνικό κράτος επιβάλλεται και πρέπει να εστιάσει στην ανάπτυξη της εφαρμοσμένης έρευνας και, πιο συγκεκριμένα, στην ίδρυση περισσότερων ιδρυμάτων μεταγραφικής και εφαρμοσμένης έρευνας, καθώς και στην παροχή ευκαιριών τόσο στις νεοφυείς όσο και στις υφιστάμενες επιχειρήσεις, ώστε να συνεργάζονται στενά με τα εν λόγω ιδρύματα. Οι φορείς χάραξης πολιτικής θα πρέπει επίσης να αναπτύξουν οικονομικά εργαλεία και να προσφέρουν ένα καλύτερο ρυθμιστικό περιβάλλον, ώστε αφενός να προσελκύσουν κεφάλαια για να χρηματοδοτήσουν ερευνητές και ιδρύματα και αφετέρου να διαθέσουν επιχειρηματικά κεφάλαια και επιχορηγήσεις σε νεοφυείς και καινοτόμες επιχειρήσεις.
Επιμέρους και όσον αφορά δε την πρακτική εκπαίδευση, κρίνεται αναγκαία η μεταρρύθμιση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Οι στόχοι της ελληνικής πολιτικής για την καινοτομία, θα μπορούσαν να επιταχυνθούν περαιτέρω με τον σχεδιασμό στοχευμένων πολιτικών αξιοποίησης των Ελλήνων της διασποράς που έχουν αναπτύξει καινοτόμα προγράμματα. Αυτές οι πολιτικές θα πρέπει να περιλαμβάνουν επιμέρους δράσεις για την αγορά εργασίας και την στρατολόγηση ταλαντούχων ατόμων του εξωτερικού, καθώς και πρωτοβουλίες με στόχο τη διεύρυνση της αλληλεπίδρασης και συνεργασίας μεταξύ των Ελλήνων που μεταναστεύουν στο εξωτερικό και όσων παραμένουν στη χώρα.
Παρά τις αρχικές ενδείξεις για οικονομική ανάκαμψη, δέκα καί χρόνια μετά την έναρξη της οικονομικής κρίσης, η ελληνική οικονομία συνεχίζει να ταλαντεύεται. Τα τελευταία χρόνια, η οικονομική δραστηριότητα (ΑΕΠ) μειώθηκε δραστικά, ενώ η ανεργία -και ιδιαίτερα η ανεργία των νέων- παραμένει πολύ υψηλή αφού λειτουργεί με συμβάσεις μη εξαρτημένης εργασίας, ενώ το δημόσιο χρέος προσεγγίζει το 160% του ΑΕΠ.
Η ελληνική οικονομία αντί να επικεντρώνεται στις εξαγωγές εξειδικευμένων προϊόντων, συνεχίζει να εξαρτάται από τον τουρισμό, το εμπόριο και τα γεωργικά προϊόντα. Η μεγάλη δε πλειονότητα των ελληνικών επιχειρήσεων είναι μικρού μεγέθους, γεγονός που εμποδίζει τον ισχυρό εξαγωγικό προσανατολισμό τους. Το επιχειρηματικό περιβάλλον επιδεινώνεται ακόμα περισσότερο από τη μεγάλη γραφειοκρατία και τη διαφθορά που δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο τις επενδύσεις και την επιχειρηματικότητα.
Ως γνωστόν, από τον Μάιο του 2010, η Ελλάδα λαμβάνει από τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) έκτακτη οικονομική στήριξη μέσω τριών προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής (Μνημόνια Ι, ΙΙ και ΙΙΙ) ύψους 293 δισεκατομμυρίων ευρώ (European Commission, 2016). Αυταπόδεικτα, ο σκοπός των εν λόγω προγραμμάτων ήταν αφενός η αντιμετώπιση των οικονομικών ανισορροπιών και των κοινωνικών προκλήσεων, και αφετέρου ο σχεδιασμός μιας νέα οικονομικής πολιτικής που θα οδηγούσε στην ανάπτυξη και συγχρόνως να μπορεί να δύναται η χώρα να πληρώνει από το 2031 δόση αποπληρωμής 15 δις ευρώ ετησίως..
Η σημερινή οικονομική και κοινωνική κατάσταση της Ελλάδας όμως αποδεικνύει ότι η οικονομική αυτή στήριξη προσφέρει μόνο βραχυπρόθεσμη ανακούφιση. Είναι προφανές πως οι ανωτέρω θέσεις και δεδομένα υποστηρίζουν πως η προϋπόθεση για τη μακροπρόθεσμη-βιώσιµη οικονομική ευημερία είναι η προώθηση της επιχειρηματικότητας και των ταχέως αναπτυσσόμενων επιχειρήσεων, η προσέλκυση ξένων κεφαλαίων, καλά εκπαιδευμένου επαγγελματικού δυναμικού και κορυφαίων επιστημόνων, που µπορεί να επιτευχθεί μέσω της ανάπτυξης ενός σταθερού συστήματος καινοτομίας.
Έως σήμερα, η διεθνής βιβλιογραφία αποδεικνύει ότι η βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη σε αναπτυγμένες χώρες βασίζεται κυρίως στην τεχνολογική πρόοδο και την καινοτομία. Από το 1942 που ο Joseph Schumpeter εισήγαγε την έννοια της δημιουργικής καταστροφής, υπάρχει μια πληθώρα επιστημονικών στοιχείων που τεκμηριώνουν τη στενή σύνδεση μεταξύ της καινοτομίας και της οικονομικής επίδοσης.
Συνολικά και σε αυτό το πλαίσιο, ένα από τα κρίσιμα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία είναι το γεγονός ότι το ποσοστό καινοτόμων και διεθνώς ανταγωνιστικών κλάδων που δημιουργούν προστιθέμενη αξία σε μια οικονομία και προσφέρουν καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, είναι πολύ χαμηλότερο από το αντίστοιχο άλλων οικονομιών της ΕΕ. Αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το πλούσιο επιστημονικό δυναμικό της χώρας, που για άγνωστους λόγους δεν μεταφράζεται σε οικονομική ανάπτυξη.
Σύμφωνα με το Innovation Union Scoreboard της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (2016), το 9% των ελληνικών επιστημονικών δημοσιεύσεων κατατάσσεται μεταξύ των δημοσιεύσεων με τις περισσότερες αναφορές παγκοσμίως. Παρ’ όλα αυτά, η πλειοψηφία των Ελλήνων ερευνητών και επιχειρηματιών δεν παραμένει στην Ελλάδα αλλά αποφασίζει να μεταναστεύσει και να εργαστεί σε γειτονικές ευρωπαϊκές χώρες ή στις ΗΠΑ.
Αναμφισβήτητα, ένας από τους βασικούς λόγους για τις κακές οικονομικές επιδόσεις της Ελλάδας είναι η χαμηλή εξαγωγική της δραστηριότητα και το συνεπακόλουθο έλλειμα στο εμπορικό ισοζύγιο. Σε σύγκριση με άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ που είχαν τη δυνατότητα να επωφεληθούν από τους εξαγωγικούς τους τομείς για να υπερβούν την κρίση, η Ελλάδα παραμένει σε ύφεση, καθώς η ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών της παραμένει μάλλον περιορισμένη. Μόνον ένας μικρός αριθμός ανταγωνιστικών ελληνικών επιχειρήσεων με εξαγωγικό προσανατολισμό κατάφερε να ξεπεράσει γρήγορα την κρίση και συνεχίζει να αναπτύσσεται.
Πέραν αυτού, η κακή διαχείριση του προϋπολογισμού επιδείνωσε περαιτέρω το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου. Οι πολύ υψηλές δημόσιες δαπάνες, με χαρακτηριστικές τις δαπάνες ενός δυσλειτουργικού συνταξιοδοτικού συστήματος και μιας πολύπλοκης και αναποτελεσματικής δημόσιας διοίκησης, δεν υποστηρίχθηκαν από αντίστοιχα φορολογικά έσοδα. Αντίθετα, οι κρατικές δαπάνες εξυπηρετούνταν με εξωτερικό δανεισμό, διατηρώντας για χρόνια ακαθάριστο δημόσιο χρέος που ανερχόταν περίπου στο 100% του ΑΕΠ, τιμή κατά πολύ υψηλότερη του μέσου όρου της ΕΕ.
Τη χρονική περίοδο που το χρέος κατέστη μη βιώσιμο κατά τα χρόνια της κρίσης, η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο χρειάστηκε να παρέμβουν παρέχοντας πακέτα διάσωσης. Εντούτοις, όπως δείχνει το υψηλό έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο και το υψηλό επίπεδο δημοσίου χρέους, η υψηλή ανεργία και η αργή αύξηση του ΑΕΠ, τα πακέτα αυτά παρείχαν απλώς μια βραχυπρόθεσμη ανακούφιση και δεν κατάφεραν να βάλουν την ελληνική οικονομία ξανά σε τροχιά μακροπρόθεσμης και βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης.
Καταφανέστατα, ένας από τους κύριους λόγους για τη δυσχερή οικονομική θέση της Ελλάδας είναι η έλλειψη διαφοροποιημένων βιομηχανικών κλάδων. Αποδεδειγμένα, ο τομέας των υπηρεσιών συνεισφέρει πολύ μεγαλύτερο μερίδιο στη συνολική Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία (ΑΠΑ) στην Ελλάδα σε σχέση με την ΕΕ. Η αιτία για αυτό -το άνω του μέσου όρου- μερίδιο είναι η διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας, η οποία βασίζεται σε σημαντικό βαθμό στις δραστηριότητες των μεταφορών και του τουρισμού, σε έναν μεγάλο τομέα ακινήτων και μια διογκωμένη δημόσια διοίκηση. Αξιοσημείωτο είναι σύμφωνα με τα στοιχεία πως το 2014,αυτές οι δραστηριότητες συνεισέφεραν ποσοστό μεγαλύτερο του 40% στη συνολική ΑΠΑ, τη στιγμή που ο μέσος όρος στην ΕΕ ανήλθε στο 25%.
Σημειωτέον πως το μεγαλύτερο μέρος του τομέα υπηρεσιών βασίζεται σε δραστηριότητες εντάσεως εργασίας. Οι υπηρεσίες εντάσεως γνώσης, όπως είναι οι Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνίας (ΤΠΕ) ή οι χρηματοπιστωτικοί και ασφαλιστικοί τομείς καταλαμβάνουν σχετικά μικρό μερίδιο. Περίπου το ένα πέμπτο των εργαζομένων απασχολείται στον τομέα του εμπορίου, ο οποίος περιλαμβάνει δραστηριότητες χονδρεμπορίου και λιανεμπορίου. Επιπλέον, αν και ο γεωργικός τομέας παραμένει στην Ελλάδα ένας πολύ σημαντικός εργοδότης, με ποσοστά πολύ υψηλότερα του μέσου όρου της ΕΕ, συνεισφέρει μόνο κατά 4% στη συνολική ΑΠΑ, γεγονός που δείχνει τη χαμηλή παραγωγικότητα του συγκεκριμένου τομέα. Τόσο ο εμπορικός όσο και ο γεωργικός τομέας βασίζονται κυρίως σε δραστηριότητες χαμηλότερης εντάσεως γνώσης.
Ως εκ τούτου, η μεταποίηση φαίνεται πως μπορεί να αποτελέσει σημαντικό φορέα οικονομικής ανάπτυξης. Δραστηριότητες Ε&Α, υψηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας και εξαγωγικές δραστηριότητες με δυνατότητες καινοτομίας και ανάπτυξης, προέρχονται συχνά από τον εν λόγω τομέα (Schrader, Benček, & Laaser,2015). Πάρα ταύτα, το μικρό μέγεθος της βιομηχανίας και ο τύπος των αγαθών που παράγονται δείχνουν ότι η βιομηχανική παραγωγή στην Ελλάδα είναι στραμμένη προς την εγχώρια αγορά. Συνεπώς, η ελληνική βιομηχανία δεν είναι ικανή να ανταγωνιστεί τις ευρωπαϊκές γειτονικές χώρες, περιορίζοντας έτσι την οικονομική της ανάπτυξη μέσω της προώθησης των εξαγώγιμων αγαθών της σε βραχυπρόθεσμη βάση.
Ένας άλλος λόγος στον οποίο οφείλονται τα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας είναι ο ιδιαίτερα αναποτελεσματικός δημόσιος τομέας και η πολύ αργή απόδοση δικαιοσύνης, όπως συχνά τονίζεται, για παράδειγμα από την Παγκόσμια Τράπεζα στην Έκθεση Ease of Doing Business. Η διαφθορά, οι αδυναμίες στο σύστημα είσπραξης φόρων και στο ασφαλιστικό σύστημα έρχονται να προστεθούν στα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Η πολυνομία, για παράδειγμα, ασκεί πρόσθετες πιέσεις στις ελληνικές επιχειρήσεις και τους επιχειρηματίες, γεγονός που φαίνεται και στη διάρθρωση του μεγέθους των επιχειρήσεων της χώρας.
Ξενοφών Καραβίδας