Η λοιμώδης μονοπυρήνωση είναι ένα λοιμώδες σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από παρατεταμένη διόγκωση λεμφαδένων, πονόλαιμο, κακουχία, πυρετό, εργαστηριακή εικόνα διέγερσης των λεμφοκυττάρων στο περιφερικό αίμα, παρουσία μεγάλου αριθμού μονοπύρηνων λευκοκυττάρων στο αίμα. Από το τελευταίο χαρακτηριστικό φαινόμενο, το οποίο εντοπίζεται κατά την εξέταση του περιφερικού αίματος, η νόσος έλαβε το όνομά της.
Πονοκέφαλος, ναυτία, κοιλιακό άλγος, εξάνθημα, ηπατική ή σπληνική διόγκωση κατά την ιατρική εξέταση, είναι σπανιότερες εκδηλώσεις της νόσου. Σπάνιες επιπλοκές της λοιμώδους μονοπυρήνωσης κατά την διαδρομή της είναι η πτώση του ανοσοποιητικού και η προσβολή από μικρόβια, η ηπατίτιδα, οι νευρολογικές επιπλοκές (π.χ. εγκεφαλίτιδα, μηνιγγίτιδα, GUILLLAIN BARRE), η πνευμονία, η μυοκαρδίτιδα, η περικαρδίτιδα, η νεφρική προσβολή, η ρήξη σπλήνα, η απόφραξη των αναπνευστικών οδών, η επικίνδυνη πτώση των αιμοπεταλίων στο περιφερικό αίμα, η αναιμία. Παρά το γεγονός ότι το σύνδρομο μπορεί να προκληθεί από πολλούς παθογόνους μικροοργανισμούς, κατά την κλινική πράξη ο υπεύθυνος ιός είναι τυπικά ο ιός Epstein barr.
Ο ιός EBV μεταδίδεται κυρίως μέσω στενής επαφής με εκκρίσεις του σώματος, κυρίως με στοματοφαρυγγικές εκκρίσεις και μολύνει κύτταρα στοματοφαρυγγικού επιθηλίου. Λόγω των τυπικών μορφών μετάδοσης του ιού, ο ιός είναι γνωστός και ως ο ιός του φιλιού. Η μετάδοση μέσω λιγότερο στενής επαφής, είναι δυνατή, αλλά σπανιότερη. Η μετάγγιση αίματος και η μεταμόσχευση μυελού των οστών είναι επίσης τρόποι μετάδοσης του ιού. Έχουν αναφερθεί σπανιότατα περιπτώσεις μετάδοσης του ιού μέσω σεξουαλικής επαφής. Η προσβολή από τον ιό είναι ιδιαίτερα συχνή στους νεαρούς ενηλίκους.
Κατά την οξεία τυπική προσβολή των Β-λεμφοκυττάρων από τον ιό, ο ιός μολύνει τα β λεμφοκύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος, με αποτέλεσμα την διασπορά της λοίμωξης μέσω των λεμφοκυττάρων αυτών σε σπλήνα ήπαρ λεμφαδένες. Όταν το φαινόμενο είναι έντονο πρήζονται λεμφαδένες, σπλήνας, ήπαρ ενώ τα ηπατικά ένζυμα αυξάνουν σημαντικά. Ο πολλαπλασιασμός των Β λεμφοκυττάρων στον λεμφικό ιστό του στοματοφάρυγγα είναι υπεύθυνος για την ανάπτυξη φαρυγγίτιδας, φαρυγγικού οιδήματος και πονόλαιμου.
Η σωστή ενεργοποίηση των Τ-λεμφοκυττάρων είναι σημαντική για τον έλεγχο της μόλυνσης με EBV. Μια ταχεία και αποτελεσματική απόκριση Τ-κυττάρων έχει ως αποτέλεσμα τον έλεγχο της πρωτοπαθούς λοίμωξης από το EBV και τη δια βίου καταστολή του EBV.Η ταχεία και αποτελεσματική αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος είναι υπεύθυνη και για τις ήπιες και ασυμπτωματικές μορφές της νόσου, καταστάσεις δηλαδή όπου ανευρίσκονται αντισώματα έναντι του ιού στο σώμα, χωρίς όμως ο ιός να εμφανίζει ποτέ το παραμικρό σύμπτωμα! Η ανεπαρκής απόκριση των Τ-κυττάρων μπορεί να οδηγήσει σε επιπλοκές, παρατεταμένα σύνδρομα κόπωσης ή σε βάθος χρόνου σπάνιο υπερβολικό και ανεξέλεγκτο πολλαπλασιασμό των Β-κυττάρων με ανάπτυξη καρκινωμάτων των Β-λεμφοκυττάρων (π.χ. λεμφώματα Β-κυττάρων). Ορισμένες μελέτες έχουν συνδέσει τον ιό με τη σκλήρυνση και ορισμένα αυτοάνοσα σύνδρομα.
Η λοιμώδης μονοπυρήνωση στη συντριπτική πλειοψηφία των ασθενών δεν προκαλεί ωστόσο σοβαρές επιπλοκές ή σοβαρά προβλήματα. Σπάνια μπορεί να προκληθεί θάνατος από σοβαρές επιπλοκές (ηπατίτιδα, νευρολογικές επιπλοκές, πτώση του ανοσοποιητικού και η προσβολή από μικρόβια, ηπατίτιδα, πνευμονία, μυοκαρδίτιδα, περικαρδίτιδα κ.λπ.).
Λοιμώδης μονοπυρήνωση και σύνδρομο χρόνιας κόπωσης
Για πρώτη φορά, συστηματικά σε διαδοχικές μελέτες από το 2009 διαπιστώθηκε ότι τα άτομα με λοιμώδη μονοπυρήνωση έχουν αυξημένη πιθανότητα να νοσήσουν από χρόνια κόπωση. Ενδεικτικά είναι κλασική η έρευνα των Ben Z. Katz, MD, και συνεργατών (Northwestern University Feinberg School of Medicine and Children’s Memorial Hospital in Chicago, Illinois, Pediatrics. 2009;124:189-193) κατά την διάρκεια της οποίας διαπιστώθηκε ότι μια μεγάλη μερίδα εφήβων με σύνδρομο χρόνιας κόπωσης νόσησαν από αυτό μετά την αποδρομή λοιμώδους μονοπυρήνωσης.
Η πιθανότητα προσβολής από το συνδεόμενο με την λοιμώδη μονοπυρήνωση σύνδρομο χρόνιας κόπωσης είναι υψηλότερη σε άτομα 12-18 ετών και σε γυναίκες συγκριτικά με άτομα μεγαλύτερης ηλικίας ή άνδρες. Το σύνδρομο μπορεί να είναι έντονο αλλά σπάνια διαρκεί πάνω από τρεις μήνες.