Οι ελληνικές θάλασσες έχουν γεμίσει με μωβ μέδουσες ή Pelagia noctiluca κάτι το οποίο προβληματίζει τους λουόμενους σε πολλές περιοχές της χώρας και όχι άδικα αφού θεωρούνται από τα πιο επικίνδυνα είδη μεδουσών στην Μεσόγειο.
Η Αναστασία Μηλιού, Διευθύντρια Έρευνας Ινστιτούτου Θαλάσσιας Προστασίας “Αρχιπέλαγος”, μιλώντας στην ΕΡΤ και στην εκπομπή “Από τις 6” τόνισε ότι δεν είναι τελικά τόσο αυξημένες οι συγκεντρώσεις και δεν υπάρχει λόγος για πανικό.
“Πρέπει να τις αποδεχθούμε και να αποδεχθούμε και το δικό μας κομμάτι της ευθύνης” δήλωσε εξηγώντας ότι η υπεραλιεία έχει αυτά τα αποτελέσματα.
Ο Γεώργιος Ζαραφωνίτης, δερματολόγος – αφροδισιολόγος, μίλησε επίσης στην ΕΡΤ για το θέμα και έδωσε οδηγίες για την αντιμετώπιση του τσιμπήματος.
“Με το που θα βγει ο λουόμενος έξω πρέπει να δούμε αν έχει κολλημένα πλοκάμια πάνω του και να τα απομακρύνουμε με θαλασσινό νερό. Τοπικά θα πρέπει να τοποθετηθεί πάγος χωρίς τρίψιμο ή παγωμένο αναψυκτικό τυλιγμένο με ένα πανί. Θα μπορούσε να βοηθήσει μια κρέμα κορτιζονούχα ή αντισταμινική, ενώ αυτό που έχουμε δει ότι βοηθάει τοπικά είναι ένα διάλλειμα μαγειρικής σόδας ανακατεμένη με θαλασσινό νερό. Οι παλιές μέθοδοι με ξίδι και αμμωνία δεν βοηθούν” εξηγεί ο κ. Ζαραφωνίτης και σημειώνει ότι εάν τυχόν εμφανιστούν δύσπνοια, χαμηλή πίεση, εμετός, θα πρέπει να αναζητήσουμε τη βοήθεια γιατρού ή φαρμακοποιού.
Όσον αφορά στα παιδιά, τόνισε ότι η ευαισθητοποίησή τους ως προς το ενδεχόμενο αναφυλαξίας είναι μικρότερη, ιδιαίτερα για παιδιά τα οποία δεν είχαν στο παρελθόν έρθει σε επαφή με μέδουσα.
“Στα παιδιά όμως είναι αυξημένη η τοξική επίδραση και έτσι θα έχουν περισσότερο πόνο που μπορεί να κρατήσει ακόμα και δύο ή τρεις εβδομάδες. Αυξημένη θα είναι επίσης η ερυθρότητα ή το οίδημα. Έχουν υπάρξει αναφορές για φουσκάλες που έχουν κρατήσει ακόμα και έξι μήνες” κατέληξε ο γιατρός.