Η σύνδεση του Διαβήτη με την Υπογονιμότητα
Ο σακχαρώδης διαβήτης αποτελεί ένα πρόβλημα υγείας που εμφανίζει ολοένα και περισσότερο αυξητική τάση. Πρόκειται για μία νόσο όπου παρατηρείται άνοδος των επιπέδων του σακχάρου στο αίμα. Μελέτες καταδεικνύουν ότι το υψηλό σάκχαρο εγκυμονεί τον κίνδυνο επιπλοκών που παρεμποδίζουν τη γονιμότητα.
Η αύξηση της μάζας του λίπους, πόσο μάλλον του κοιλιακού, επενεργεί αρνητικά στη βιοσύνθεση των ορμονών του φύλου, δηλαδή των ανδρογόνων.
Έτσι, δημιουργείται περίσσεια γυναικείων ορμονών, τα οποία είναι τα οιστρογόνα.
Η κοιλιακή παχυσαρκία, που παρατηρείται σε μεγάλο ποσοστό ανδρών και γυναικών με διαβήτη τύπου 2, έχει συσχετιστεί με προβλήματα υπογονιμότητας.
Γι’ αυτόν τον λόγο, ο σακχαρώδης διαβήτης αποτελεί μία πάθηση που μπορεί να επιδράσει σημαντικά στην αναπαραγωγική λειτουργία, με διαφορετικούς, όμως, μηχανισμούς σε άνδρες και γυναίκες.
Σακχαρώδης Διαβήτης στις γυναίκες
Στις πάσχουσες από Διαβήτη γυναίκες, παρατηρούνται ορμονικές διαταραχές, οι οποίες δεν αφορούν μόνο στον μεταβολισμό.
Επηρεάζονται όλοι οι ενδοκρινείς αδένες και απορρυθμίζεται η ορμονική ισορροπία και ομοιόσταση.
Η αύξηση των ανδρογόνων στο αίμα, το Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών και η αντίσταση στην ινσουλίνη αποτελούν βασικές αιτίες υπογονιμότητας.
Το σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών αποτελεί το πιο γνωστό αίτιο υπερανδρογοναιμίας και διαταραχών της ωορρηξίας στις γυναίκες.
Πρόσφατες μελέτες καταδεικνύουν ότι εκφράζεται συχνά ως απόρροια της αντίστασης στην ινσουλίνη.
Οι ωοθήκες διαθέτουν υποδοχείς για την ινσουλίνη και για τον αυξητικό της παράγοντα (IGF-1).
Η ινσουλίνη αυξάνει τη δράση της LH στην ωοθήκη και ταυτόχρονα διεγείρεται η έκκριση της LH από την υπόφυση.
Όταν τα επίπεδα της LH είναι υψηλά, παράγονται από τα κύτταρα της ωοθήκης αυξημένα επίπεδα ανδρογόνων, με αποτέλεσμα την υπερανδρογοναιμία.
Το γεγονός αυτό επιφέρει δυσάρεστες συνέπειες στη λειτουργία των ωοθηκών, στην ωορρηξία και κατ’ επέκταση στη γονιμότητα.
Σύνδρομο Αντίστασης στην Ινσουλίνη και Υπογονιμότητα
Το σύνδρομο αντίστασης στην ινσουλίνη επιδρά στη φυσιολογική ωορρηξία μίας γυναίκας, λόγω του ότι η ινσουλίνη είναι μία ορμόνη που παρεμβαίνει στη διαδικασία της φυσιολογικής ορμονικής έκκρισης της ωοθήκης.
Συνεπώς, επηρεάζεται η δράση των FSH, LH. Πρόκειται για ορμόνες που συμβάλλουν στην ανάπτυξη και ωρίμανση του ωοθυλακίου.
Ακολούθως, η ινσουλίνη επηρεάζει και τα επίπεδα της προγεστερόνης, η οποία συντείνει στη σωστή ωρίμανση του ενδομητρίου και κατ΄ επέκταση συνδράμει στην επίτευξη εγκυμοσύνης.
Οι ορμόνες αυτές, λοιπόν, συντελούν στη φυσιολογική διαδικασία ανάπτυξης και ωρίμανσης του ωοθυλακίου, στην ωορρηξία και στη σωστή ανάπτυξη του ενδομητρίου.
Η ανισορροπία τους, που προκύπτει από την αντίσταση στην ινσουλίνη, αποτελεί αιτιολογικό παράγοντα υπογονιμότητας.
Η αντίσταση στην ινσουλίνη ενδέχεται να οδηγήσει σε υπερινσουλιναιμία, μία κατάσταση που οδηγεί σε αύξηση των επιπέδων των λειτουργικών ανδρογόνων στον οργανισμό.
Τα λειτουργικά ανδρογόνα φθίνουν την ποιότητα των ωαρίων και παρεμποδίζουν την ωορρηξία.
Οι γυναίκες με Διαβήτη τύπου 1 εμφανίζουν πολύ συχνά διαταραχές στην έμμηνο ρύση και πρώιμη εμμηνόπαυση, με αποτέλεσμα να περιορίζεται η ικανότητα σύλληψης.
Οι πάσχουσες από Διαβήτη τύπου 2 παρουσιάζουν αστάθειες περιόδου. Σε ορισμένες παρατηρείται ολιγομηνόρροια, ενώ σε άλλες αμηνόρροια.
Μελέτες καταδεικνύουν ότι παρατηρούνται συχνότερα διαταραχές της ωορρηξίας σε γυναίκες με Διαβήτη τύπου 1 ή 2, εν αντιθέσει με όσες δεν πάσχουν από διαβήτη.
Επομένως, ο Διαβήτης τύπου 1 ή 2 μειώνει την αναπαραγωγική ικανότητα των γυναικών, διότι δυσχεραίνει την ωορρηξία.
Σακχαρώδης Διαβήτης στους άνδρες
Στους άνδρες, τα προβλήματα υπογονιμότητας σχετίζονται με τις επιπλοκές που προκύπτουν από τα ανεξέλεγκτα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα ή από τον χρόνιο διαβήτη.
Οι επιπλοκές αυτές απορρέουν κυρίως από την περιφερειακή νευροπάθεια και αγγειοπάθεια, που προκαλείται από το υψηλό σάκχαρο.
Οι παράγοντες αυτοί επιφέρουν βλάβες στα νεύρα και στα αγγεία, με επακόλουθο την παλίνδρομη εκσπερμάτιση και τη στυτική δυσλειτουργία.
Αυτό σημαίνει ότι ο άνδρας αδυνατεί να επιτύχει ή να διατηρήσει τη στύση του. Αυτονόητα, λοιπόν, διαταράσσεται η αναπαραγωγική λειτουργία.
Ο Σακχαρώδης Διαβήτης μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα στις νευρικές απολήξεις του πέους.
Με αυτόν τον τρόπο, ενδέχεται να προκληθεί καθυστερημένη εκσπερμάτιση, μία κατάσταση κατά την οποία ο άνδρας δυσκολεύεται ή αδυνατεί να φτάσει στον οργασμό και την εκσπερμάτιση.
Σε ασθενείς με Σακχαρώδη Διαβήτη, το οξειδωτικό stress είναι υπερβολικά αυξημένο, γεγονός που μπορεί να εξασθενήσει τη λειτουργία των όρχεων και να παρεμποδίσει την εύρυθμη σπερματογένεση.
Πράγματι, παρατηρούνται από τους ασθενείς ορατές μεταβολές στον ιστό των όρχεων και ορμονικές διαταραχές.
Ειδικά, οι παχύσαρκοι άνδρες με Σακχαρώδη Διαβήτη μπορεί να εμφανίσουν διαταραχές στη λειτουργία των όρχεων και διάφορα προβλήματα που παρεμποδίζουν τη μεταφορά του σπέρματος, με συνέπεια τον υπογοναδισμό.
Οι άνδρες με υπογοναδισμό χαρακτηρίζονται από ανεπαρκή παραγωγή τεστοστερόνης και ενδέχεται να παρουσιάζουν περιορισμένο αριθμό παραγόμενων σπερματοζωαρίων.
Βάσει νεότερων μελετών, έχουν εντοπιστεί αλλοιώσεις στο DNA των σπερματοζωαρίων των διαβητικών ανδρών, καθιστώντας έτσι δύσκολη, έως αδύνατη, την επίτευξη γονιμοποίησης.
Συμπέρασμα
Στους πάσχοντες από Σακχαρώδη Διαβήτη, συνιστάται καθοδήγηση για τον έλεγχο των επιπέδων του σακχάρου και υιοθέτηση υγιεινών διατροφικών συνηθειών, βασισμένων σε τρόφιμα χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη και πλούσιων σε πολύτιμα αντιοξειδωτικά συστατικά.
Η αποφυγή του καπνίσματος, του αλκοόλ και των φαρμάκων, παράγοντες που επιδεινώνουν τη στυτική δυσλειτουργία, και η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία μπορούν να δώσουν λύση στο πρόβλημα της υπογονιμότητας σε μεγάλο αριθμό ανδρών με Σακχαρώδη διαβήτη.
Στις ημέρες μας, μέσω της σωστής ρύθμισης του διαβήτη, το ποσοστό της υπογονιμότητας έχει περιοριστεί σημαντικά κι έτσι οι γυναίκες με διαβήτη μπορούν να επιτύχουν κύηση.
Εν κατακλείδι, τα τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί μεγάλη πρόοδος όσον αφορά στην κατανόηση και τη θεραπεία των καταστάσεων που προκαλούν μειωμένη γονιμότητα κι έχει γίνει αποδεκτή η σχέση της υπογονιμότητας με τον Διαβήτη.
Με τη συνεργασία των διαφόρων ειδικοτήτων και με την εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης είναι δυνατόν τα άτομα αυτά να διαγνωστούν έγκαιρα και να τους δοθεί στοχευμένη θεραπευτική αγωγή, χωρίς η διάγνωση του Διαβήτη να αποτελεί τροχοπέδη στην επιθυμία τεκνοποίησης.